- σφυροβολία
- Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1900. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, η σφύρα πρέπει να ζυγίζει 7,257 κιλά μαζί με το συρμάτινο καλώδιο της, που έχει μήκος 1,22 μ. Γύρω από τη βαλβίδα, στην οποία κινείται ο σφυροβόλος, υπάρχει δικτυωτό σύρμα για την προφύλαξη των κριτών και των θεατών. Ο αθλητής, αφού περιστρέψει τη σφύρα πάνω από το κεφάλι του, περιστρέφεται έπειτα γύρω από τον εαυτό του και την τινάζει όταν κρίνει ότι η φυγόκεντρη δύναμη που πέτυχε είναι ικανοποιητική.
Η Ρωσίδα Όλγα Κουζένκοβα ρίχνει τη σφύρα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, που διεξήχθη το 2002 στο Μόναχο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η. Ν [σφυροβόλος]αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής εκσφενδονίζει βαριά μεταλλική σφαίρα η οποία στο ένα της άκρο είναι συνδεδεμένη με σύρμα ενώ στο άλλο έχει λαβή από την οποία τήν κρατά και τήν περιστρέφει περιστρεφόμενος και ο ίδιος γύρω από τον άξονα τού σώματός του προσδίδοντάς της έτσι την απαιτούμενη ταχύτητα για την εξακόντισή της.
Dictionary of Greek. 2013.